"Να μην περνάς την τελεία αβασάνιστα.
Σταμάτα λίγο σε ό,τι τελειώνει.
"Να μην περνάς την τελεία αβασάνιστα.
Σταμάτα λίγο σε ό,τι τελειώνει.
Θυμάμαι, κάποτε, στα μακρινά 80s, ένα Πάσχα που είχαμε περάσει στα Μετέωρα, στο Xenia της Καλαμπάκας. Οι ευωδιές της φύσης ήταν το κάτι άλλο, ενώ από την υπέροχη τζαμωτή τραπεζαρία, μπορούσες να χαζεύεις με τις ώρες τους επιβλητικούς βράχους και τους ατρόμητους αναρριχητές που τους κατακτούσαν. Κι εγώ αναρωτιόμουν πώς αντέχουν οι δικοί τους άνθρωποι, να τους νιώθουν κρεμασμένους στο κενό. Θυμάμαι έντονα επίσης δύο πράγματα: πρώτον την κατάνυξη που επικρατούσε παντού και δεύτερον το ότι η αδερφή μου είχε καταφέρει να βρει εκεί τον άντρα των ονείρων της, τον Δημητράκη, που πήγαινε κι αυτός στην πρώτη δημοτικού κι έμενε στο διπλανό δωμάτιο με τους γονείς του.
Σήμερα πια, όλα αυτά μοιάζουν τόσο κοντινά και τόσο μακρινά ταυτόχρονα, που νιώθω σαν να τα έζησε κάποιος άλλος. Από καιρό πχ η αδερφή μου έχει φτιάξει τη ζωή της με ένα άλλο Δημήτρη, μιας και εκείνος, ο παλιός, δεν της φτούρησε τελικά-ήταν μάλλον ανώριμος, παρά τα έξι του χρόνια. Επίσης, εγώ, όταν πέρασαν τα χρόνια, βρήκα ένα σύντροφο ζωής, που ως χόμπι έχει το να κρεμιέται στο πουθενά. Τέλος, η δεκαετία του '80, με όλα τα συν και όλα τα πλην, αποτελεί παρελθόν-δυστυχώς ή ευτυχώς-για όλους μας. Κι ας τη νοσταλγουμε πότε πότε.
Ακριβώς σαν το εγκαταλελειμένο κουφάρι του Xenia, στα Μετέωρα: είναι πάντα εκεί, αναμφίβολα όμορφο, μα πια ξεχασμένο, χτυπημένο από τον χρόνο και τους ανθρώπους. Θες να υπάρχει, μα δεν το πλησιάζεις γιατί φοβάσαι ότι δεν θ' αντέξεις την αναμέτρηση με τα φαντάσματα του παρελθόντος.
ΥΓ: Στις φωτογραφίες, το αριστουργηματικό Motel Xenia του ΕΟΤ, στις δόξες του. Κατασκευαστηκε από τον Άρη Κωνσταντινίδη το 1960 και λειτούργησε ως το 1997. Έπειτα εγκαταλείφθηκε στη μοίρα του και τώρα πια είναι κάπως έτσι:
https://youtu.be/aXdCmmQQmXs
ΥΓ2: Καλό Πάσχα σε όλους.
Και Καλή Ανάσταση, πάλι σε όλους μας.
Γενικώς.
Θέλω να γυρίσω στα παλιά.
Και δεν εννοώ ότι μου λείπουν οι εποχές του que te la pongo, καμία σχέση.
Αλλά μου λείπουν εκείνες οι μέρες, που οι μάσκες ήταν μόνο για πάρτι. Τότε που οι μόνοι βομβαρδισμοί που μας απειλούσαν, ήταν από κομφετί.
Τότε που σχεδιάζαμε οικογενειακές καθαροδευτεριάτικες αποδράσεις στη Βαρυμπόμπη, με χαρταετούς και πάνινες καρέκλες με ελατήρια.
Θα συμφωνήσω φυσικά, ότι αυτές οι τελευταίες έχουν περάσει ανεπιστρεπτί στο παρελθόν. Αλλά, δυστυχώς, δεν είναι οι μόνες: οι αποκριάτικες μάσκες, έγιναν χειρουργικές. Τα κομφετί, βόμβες. Η Βαρυμπόμπη, κάρβουνο.
Και γω νοσταλγώ τις εποχές, που υπήρχε αρκετός ουρανός ελεύθερος για όλους τους χαρταετούς της γης.
Ο συγγραφέας του βιβλίου αυτού ζει μόνιμα, εδώ και πολλά χρόνια, στο Τόκιο. Είναι καθηγητής φυσικής, του αρέσει όμως πολύ στον ελεύθερο χρόνο του να τριγυρνά στις γειτονιές της μεγαλούπολης, να φωτογραφίζει στιγμές, να μαθαίνει (και στη συνέχεια να μοιράζεται) ιστορίες, θρύλους κ παραδόσεις από την παλιά, αλλά και τη σύγχρονη Ιαπωνία.
Οι ιστορίες-μικρά κεφάλαια του βιβλίου είναι αυτόνομες, διαβάζονται πολύ ευχάριστα κ εκεί μπορείς να βρεις τα πάντα: το σύγχρονο Τόκιο, "παντρεμένο" με το παλιό Edo. Ιστορίες παράξενες, πολύ αστείες ή πολύ θλιβερές, ιστορίες καθημερινές, ιστορίες μεταφυσικές, ιστορίες ερωτικές, άλλες με αίσιο τέλος και άλλες υπέροχα στοιχειωμένες. Ένα "ζωντανό" αναγνωστικό ταξίδι στην Ιαπωνία του χθες και του σήμερα.
ΥΓ: διαβάζοντας το, συχνά θα μπείτε στον πειρασμό να διαβάσετε κάποια ιστορία και σε άλλους. Οι δικοί μου γελούν ακόμη, όταν θυμούνται τη διήγηση της σελίδας 44.
ΥΓ2: όπως είπα και στον ίδιο κατ' ιδίαν, ο Stelios Steriteri Prezerakos πήγε πρώτος στην Ιαπωνία. Γι αυτό και πρόλαβε το παρατσούκλι "Steriteri". Έτσι, αν ποτέ καταφέρω να πάω και γω, για μένα μένει μόνο το Steste. Που, επιπλέον, θυμίζει και μάρκα απορρυπαντικού 😂 (βλ.σελ 64).
ΥΓ3: ακολουθώντας τον χρυσό κανόνα "ένα βιβλίο στην τσάντα, ένα στο κομοδίνο", διάβασα το συγκεκριμένο μαζί με το "Ταξιδεύοντας: Ιαπωνία-Κίνα", του Καζαντζάκη. Είχε τρομερό ενδιαφέρον η οπτική δύο Ελλήνων στο Edo, με σχεδόν 100 χρόνια διαφορά.
Κάθε χρόνο στις 2 Φεβρουαρίου, στην Αμερική γιορτάζεται "Η μέρα της μαρμότας". Πρόκειται για μια παράδοση που έφεραν στη νέα ήπειρο Γερμανοί μετανάστες τον 18ο αιώνα, σύμφωνα με την οποία προβλέπεται η περαιτέρω διάρκεια του χειμώνα ανάλογα με τη συμπεριφορά του συμπαθέστατου τρωκτικού.
Η φράση "μέρα της μαρμότας" πήρε εντελώς διαφορετική έννοια στις αρχές της δεκαετίας του 90, εξ αιτίας της ομώνυμης ταινίας με τον Μπιλ Μάρεϊ, και έκτοτε χρησιμοποιείται για να περιγράψει τον αέναο εγκλωβισμό κάποιου σε μια συνεχώς "ίδια" καθημερινότητα.
Βέβαια, κάνοντας μια πιο προσεκτική "ανάγνωση" των ημερών μας, διαπιστώνω ότι η δική μας πραγματικότητα δεν είναι συνεχώς "ίδια": σαν να πλανιέται ένας αποπνικτικός, αδιαπέραστος ζόφος, που κάθε μέρα μας βαραίνει ολοένα και περισσότερο.
Και που κάνει τον χειμώνα μας ακόμη μακρύτερο.
ΥΓ: "It's always February 2nd".
Αν βρέχει, κινδυνεύεις.
Αν έχει καύσωνα, κινδυνεύεις.
Αν είσαι γυναίκα, κινδυνεύεις.
Σήμερα μάθαμε ότι αντιμετωπίζεις θανάσιμο κίνδυνο, ακόμη κι αν απλώς "βλέπεις μπάλα ".